- ἄπταιστα
- ἄπταιστοςnot stumblingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
φαρσί — Ν επίρρ. (ιδίως σχετικά με ξένη γλώσσα) στην εντέλεια, άπταιστα («μιλάει φαρσί τα αγγλικά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. farsi «περσικά», λόγω τού ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούν περσικές λ. για να διανθίσουν τον λόγο τους] … Dictionary of Greek
Παλμιέρι, Αουρέλιο — (Palmieri, 1860 – 1926). Ιταλός κληρικός και λόγιος. Ανήκε στο τάγμα των Αυγουστίνων από το οποίο παραιτήθηκε για να επιδοθεί σε φιλολογικές μελέτες. Ταξίδεψε σε διάφορες χώρες και ήρθε πολλές φορές στην Ελλάδα. Ο Π. μιλούσε και έγραφε άπταιστα… … Dictionary of Greek
γκουβερνάντα — η (λ. γαλλ.), γυναίκα που προσλαμβάνεται για την ανατροφή των παιδιών, η νταντά, η τροφός: Μιλώ άπταιστα γαλλικά γιατί είχα Γαλλίδα γκουβερνάντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρσί — επίρρ. τροπ. (λ. τουρκ.), τέλεια, στην εντέλεια, άπταιστα: Μιλάει τα αγγλικά φαρσί. – Είπε το μάθημα φαρσί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)